πεταχτός

πεταχτός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται με πέταγμα, με ρίψη
2. ζωηρός, ευκίνητος
3. το θηλ. ως ουσ. η πεταχτή
η πεταχτάρα
4. το ουδ. ως ουσ. το πεταχτό
το πρώτο χοντρό κονίαμα πάνω σε κατασκευαζόμενο τοίχο
3. φρ. «στα πεταχτά»
α) βιαστικά, γρήγορα («έγραψα στα πεταχτά»)
β) (για κυνηγό) με σκόπευση τού πουλιού καθώς αυτό πετάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αορ. τού πετώ + κατάλ. -τος (πρβλ. πηδηχ-τός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεταχτός, -ή, -ό — πεταχτός, ή, ό, 1 . αυτός που γίνεται με ύλη που πετιέται: Ο σουβάς του ταβανιού θα γίνει πεταχτός. 2. ευκίνητος, ζωηρός, χαρούμενος, γρήγορος: Είναι λιγάκι πεταχτή η κοπέλα, ζωηρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεταχτάρα — η, Ν ψωμί που ζημώθηκε και ψήθηκε βιαστικά, αλλ. πεταχτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός (< πετώ) + κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • πεταχτάρι — το, Ν ερασιτεχνικό αλιευτικό δίχτυ, ελαφρότερο από την καθετή, που ρίχνεται στη θάλασσα από την ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός (< πετῶ) + κατάλ. άρι (πρβλ. φυλαχτ άρι)] …   Dictionary of Greek

  • πεταχτούλης — α, ικο, Α 1. αυτός που έχει χαριτωμένη ευκινησία στις κινήσεις του 2. (για γυναίκα) α) ευκίνητη και ζωηρή β) προκλητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. νοστιμ ούλης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”